αγελοκομικός

αγελοκομικός
ἀγελοκομικός -ή, -όν (Α) [ἀγελοκόμος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγελοκόμο*
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελοκομική
η τέχνη τού να εκτρέφει, να φυλάει κανείς αγέλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”